ἐπιδημιουργοί

ἐπιδημιουργοί
ἐπιδημιουργοί
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιδημιουργοί — έπιδημιουργοί, οἱ (Α) τίτλος αρχόντων που στέλνονταν κάθε χρόνο από τις δωρικές μητροπόλεις στις αποικίες …   Dictionary of Greek

  • ἐπιδημιουργούς — ἐπιδημιουργοί masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”